- ἀνάγνωσα
- ἀνά-γνοέωaor ind act 1st sg (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀναγνώσας — ἀναγνώσᾱς , ἀνά γνοέω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναγνώνω — και αναγνώθω ανάγνωσα, διαβάζω: Τι αναγνώνεις τόση ώρα; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)